ἁγνευτήριον

ἁγνευτήριον
ἁγνευτήριον
place of purification
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγνευτήριον — ἁγνευτήριον, το (Α) 1. τόπος εξαγνισμού 2. χώρος όπου φυλάσσονται ιερά σκεύη, σκευοφυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγνεύω + παραγωγική κατάληξη τήριον] …   Dictionary of Greek

  • ἁγνευτήρια — ἁγνευτήριον place of purification neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνεύω — ἁγνεύω (AM) διατηρώ τον εαυτό μου αγνό, αμόλυντο, απέχω από κάτι αρχ. 1. θεωρώ κάτι αναπόσπαστο από την αγνότητα, τού δίνω θρησκευτική υπόσταση 2. απόλ. είμαι αγνός, καθαρός 3. εξαγνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός. ΠΑΡ. αρχ. ἁγνεία, ἅγνευμα, ἁγνευτήριον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”